- ρωβικος
- ῥωβικός3(только compar. ῥωβικώτερος) не умеющий произносить звук ρ, т.е. картавый Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ρωβικός — ή, όν, Α αυτός που δεν μπορεί να προφέρει το γράμμα ρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶ, πιθ. κατ αναλογία προς τα συλλαβικός, τριβικός] … Dictionary of Greek
ῥωβικώτερος — ῥωβικός unable to pronounce the letter masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)